- πάνσεμνος
- -ον, ΜΑμεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)μσν.πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάνσεμνος — all majestic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνον — πάνσεμνος all majestic masc/fem acc sg πάνσεμνος all majestic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέμνου — πάνσεμνος all majestic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέμνους — πάνσεμνος all majestic masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέμνῳ — πάνσεμνος all majestic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνα — πάνσεμνος all majestic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνε — πάνσεμνος all majestic masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсечьстьныи — (16) пр. Достойный высшего почитания: борисе вьсечьстьне и глѣбе блажене. любъвию не престаита. за насъ въпиюща. Стих 1156–1163, 105; к симъ же і бывша˫а по сіхъ. в костѩнтинѣ гра(д). гл҃маго перваго і втораго сбора. і(ж) завісти нѣкоѥи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανσεμνοστομώ — έω Μ μιλώ με μεγάλη σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσεμνος + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ] … Dictionary of Greek